- τσεκουράτος
- τσεκουράτος, -η, -ο και τσικουράτος, -η, -οεπίρρ. -α1. που είναι κοφτερός σαν τσεκούρι.2. μτφ., δριμύς, δηκτικός, που χτυπάει σαν καταπέλτης: Τσεκουράτα λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.